γδαρτός

γδαρτός
-ή, -ό
ο γδαρμένος (αντίθ. άγδαρτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γδαρτός — ή, ό (για σφαγμένο ζώο) γδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. του γδέρνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”